- αθλιότητα
- η (Α ἀθλιότης, -ότητος) [ἄθλιος]1. δυστυχία, ταλαιπωρία2. ελεεινή κατάσταση3. ελεεινή πράξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθλιότητα — η 1. δυστυχία: Ζει σε μεγάλη αθλιότητα. 2. κακή κατάσταση γενικά: Ο πληθωρισμός είναι ένας από τους παράγοντες οικονομικής αθλιότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθλιότητα — ἀθλιότης suffering fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
βούβρωστις — βούβρωστις, η (Α) 1. μεγάλη πείνα, βουλιμία 2. αθλιότητα, μεγάλη ανάγκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βούβρωστις, ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «αθλιότητα», ενώ ένας απ τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη προς το οίστρος «αλογόμυγα». Σε απόσπασμα όμως του… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
άθλιος — α, ο (AM ἄθλιος, ιον και ιος, ία, ιον) 1. αξιολύπητος, ταλαίπωρος, δυστυχισμένος (με ή χωρίς ηθική σημ.) 2. αισχρός, ελεεινός, φαύλος αρχ. αυτός που γίνεται αίτιος δυστυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. ἄθλιος < ἀέθλιος, με συναίρεση < ἄεθλον + ιος αντίθετα… … Dictionary of Greek
αγέννεια — ἀγέννεια και ἀγένεια και ἀγεννία, η (Α) [ἀγενής] εξαθλίωση, αθλιότητα, ταπεινότητα … Dictionary of Greek
αγρότης — I Ο καλλιεργητής της γής, ο γεωργός· με ευρύτερη έννοια, ο κάτοικος της υπαίθρου.Η μορφή του α. διαγράφεται καθαρά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Διαφέρει από τη μορφή του κατοίκου των αστικών κέντρων και εμφανίζει ιδιαίτερα κοινωνικά… … Dictionary of Greek
ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… … Dictionary of Greek